βαθύχροος
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
βαθύχροον, contr. βαθύχρους, βαθύχρουν, deep-coloured, Dsc.5.94.
German (Pape)
[Seite 425] von tiefer dunkler Farbe, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
βαθύχροος: -ον, συνῃρ. –χρους, ουν, ὁ βαθὺ χρῶμα ἔχων, Διοσκ. 5. 109, πρβλ. Σαλμάσ. Σωλῖν. 346.