βλαβόεις
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
βλαβόεσσα, βλαβόεν, = βλαβερός, Nic.Al.186.
Spanish (DGE)
(βλᾰβόεις) -εσσα, -εν
nocivo, dañino para la salud κωνείου βλαβόεν ... πῶμα Nic.Al.186.
German (Pape)
[Seite 446] εσσα, εν, schädlich, Nic. Al. 186.
Greek (Liddell-Scott)
βλαβόεις: εσσα, εν, = βλαβερός, Νίκ. Ἀλ. 186.
Greek Monolingual
βλαβόεις, -εσσα, -εν (Α)
ο βλαβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βλάβη + (ποιητ. κατάλ. επιθ.) -όεις (πρβλ. αιθαλόεις, αμυγδαλόεις, ανθεμόεις, αχλυόεις, δαιδαλόεις, θυσανόεις, ιμερόεις, ιχθυόεις κ.ά.)].