βλαβόεις

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλαβόεις Medium diacritics: βλαβόεις Low diacritics: βλαβόεις Capitals: ΒΛΑΒΟΕΙΣ
Transliteration A: blabóeis Transliteration B: blaboeis Transliteration C: vlavoeis Beta Code: blabo/eis

English (LSJ)

βλαβόεσσα, βλαβόεν, = βλαβερός, Nic.Al.186.

Spanish (DGE)

(βλᾰβόεις) -εσσα, -εν
nocivo, dañino para la salud κωνείου βλαβόεν ... πῶμα Nic.Al.186.

German (Pape)

[Seite 446] εσσα, εν, schädlich, Nic. Al. 186.

Greek (Liddell-Scott)

βλαβόεις: εσσα, εν, = βλαβερός, Νίκ. Ἀλ. 186.

Greek Monolingual

βλαβόεις, -εσσα, -εν (Α)
ο βλαβερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βλάβη + (ποιητ. κατάλ. επιθ.) -όεις (πρβλ. αιθαλόεις, αμυγδαλόεις, ανθεμόεις, αχλυόεις, δαιδαλόεις, θυσανόεις, ιμερόεις, ιχθυόεις κ.ά.)].