βοοειδής
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
German (Pape)
[Seite 453] ές, ochsengestaltig, Sp.
Greek Monolingual
-ές (AM βοοειδής, -ές)
(για ζώα) αυτός που έχει κοινά χαρακτηριστικά με το βόδι
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τα βοοειδή
αρτιοδάκτυλα θηλαστικά μηρυκαστικά χωρίς κοπτήρες και κυνόδοντες στην άνω σιαγόνα και με μόνιμα κοίλα κέρατα στο μέτωπο.