βοορραίστης

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοορραίστης Medium diacritics: βοορραίστης Low diacritics: βοορραίστης Capitals: ΒΟΟΡΡΑΙΣΤΗΣ
Transliteration A: boorraístēs Transliteration B: boorraistēs Transliteration C: voorraistis Beta Code: boorrai/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, slayer of oxen, Tryph. 361.

Greek (Liddell-Scott)

βοορραίστης: -ου, ὁ, ὁ ἀποκτείνων, σφάζων βοῦς, ἀφανίζων αὐτούς, Τρυφ. 361.

Greek Monolingual

βοορραίστης, ο (Α)
αυτός που εξολοθρεύει τα βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -ραίστης < ραίω «συντρίβω, τσακίζω, εξολοθρεύω»].

German (Pape)

Ochsentöter, Tryphiod. 361.