βοορραίστης
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
ου, ὁ, slayer of oxen, Tryph. 361.
Greek (Liddell-Scott)
βοορραίστης: -ου, ὁ, ὁ ἀποκτείνων, σφάζων βοῦς, ἀφανίζων αὐτούς, Τρυφ. 361.
Greek Monolingual
βοορραίστης, ο (Α)
αυτός που εξολοθρεύει τα βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + -ραίστης < ραίω «συντρίβω, τσακίζω, εξολοθρεύω»].
German (Pape)
Ochsentöter, Tryphiod. 361.