βουδιστής

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Greek Monolingual

ο (θηλ. -ίστρια, η)
ο οπαδός του βουδισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βούδας. Η λ. στον πληθ. (βουδδισταί, οι) μαρτυρείται από το 1864 στον Κωνστ. Ηρ. Βασιάδη (πρβλ. αγγλ. buddhist)].