βουτύπος
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
English (LSJ)
[ῠ], ὁ,
A ox-butcher, slaughterer, A.R.2.91,4.468; especially of the priest at the Dipolia (cf. βουφόνια), IG12.839,3.1163.2, Clidem. 17, Porph.Abst.2.30.
2 = οἶστρος, gadfly, Opp.H.2.529; but = ἐμπίς, Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [-ῠ-]
I pers. degollador de bueyes A.R.2.91, 4.468, Hsch., esp. del sacerdote que sacrificaba en las Dipolias IG 13.232.24 (VI/V a.C.), 22.2128.2 (II d.C.), Clidem.5, Porph.Abst.2.30.
II entom.
1 tábano Opp.H.2.529, Gloss.2.259.
2 un tipo de mosquito Hsch.
German (Pape)
[Seite 460] Ochsen schlagend, schlachtend, Ap. Rh. 4, 468; Ath. XIV, 660 a; als subst. ὁ, = οἶστρος, Rindviehbremse, Opp. Hal. 2, 529.
Greek (Liddell-Scott)
βουτύπος: [ῠ], -ον, ὁ βοῦς σφάζων, φονεύων, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 468. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., κρεοπώλης βοείου κρέατος, σφαγεύς, πιθ. γραφ. Ἀθην. 660Α, Σουΐδ. 2) = οἶστρος, τὸ ἐνοχλητικὸν ἔντομον, Ὀππ. Ἁλ. 2. 529.
Greek Monolingual
βουτύπος, -ον (Α)
1. αυτός που χτυπά, που σκοτώνει βόδια
2. το αρσ. ως ουσ. α) ο χασάπης
β) ο οίστρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -τύπος < τύπτω «πλήττω, κτυπώ»].