βραχυπόρος
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
βραχυπόρον,
A with a short orbit, of a cycle of births, Pl.R. 546a; οἱ β. ὄρνιθες of short flight, Philostr.VA3.48: Comp., completing an orbit in shorter time, Procl.Hyp.1.24.
2 with narrow passage, εἴσπλους Plu.Mar.15 (dub.l.).
Greek Monolingual
-ον (Α)
1. (για πτηνά) όποιος διαγράφει σύντομη τροχιά
2. φρ. «βραχυπόρος εἴσπλους» — με στενό πέρασμα ή στενή είσοδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + -πόρος < πόρος «πέρασμα»].