βραχύπτερος

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχύπτερος Medium diacritics: βραχύπτερος Low diacritics: βραχύπτερος Capitals: ΒΡΑΧΥΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: brachýpteros Transliteration B: brachypteros Transliteration C: vrachypteros Beta Code: braxu/pteros

English (LSJ)

βραχύπτερον, short-winged, Arist.PA644a20.

Spanish (DGE)

-ον de alas cortas Arist.PA 644a20.

German (Pape)

[Seite 462] mit kurzen Flügeln, Arist. part. anim. 1, 4.

Russian (Dvoretsky)

βραχύπτερος: с короткими крыльями (sc. ὄρνις Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχύπτερος: -ον, ὁ βραχείας ἔχων πτέρυγας, Ἀριστ. Μορ. Ζ. 1. 4, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α βραχύπτερος, -ον)
(για πτηνά) αυτός που έχει μικρά φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + -πτερος < πτερόν (πρβλ. πυκνόπτερος, ταχύπτερος, ωκύπτερος)].