βραχύφυλλος
From LSJ
Ἡ γλῶσσα πολλοὺς εἰς ὄλεθρον ἤγαγεν → Multis hominibus lingua perniciem attulit → Die Zunge brachte viele ins Verderben schon
English (LSJ)
βραχύφυλλον, with few leaves, δένδρον ib.9.612.
German (Pape)
[Seite 463] mit wenig Blättern, Ep. ad. 332 (IX, 612).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a peu de feuilles.
Étymologie: βραχύς, φύλλον.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχύφυλλος: имеющий скудную листву, бедный листьями (δένδρον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχύφυλλος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγα φύλλα, Ἀνθ. ΙΙ. 9. 612.
Greek Monolingual
βραχύφυλλος, -ον (Α)
(για δέντρο) με αραιά φύλλα.
Greek Monotonic
βρᾰχύφυλλος: -ον (φύλλον), αυτός που έχει λίγα φύλλα, σε Ανθ.
Middle Liddell
φύλλον
with few leaves, Anth.