βρεφύλλιον

From LSJ

Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist

Menander, Monostichoi, 306
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρεφύλλιον Medium diacritics: βρεφύλλιον Low diacritics: βρεφύλλιον Capitals: ΒΡΕΦΥΛΛΙΟΝ
Transliteration A: brephýllion Transliteration B: brephyllion Transliteration C: vrefyllion Beta Code: brefu/llion

English (LSJ)

τό, Dim. of βρέφος, Luc.Fug.19, Eust. 565.50.

Spanish (DGE)

-ου, τό
dim. de βρέφος niño pequeño, criatura τὰ βρεφύλλια τὰ νεογνά Luc.Fug.19, ὥσπερ τὰ βρεφύλλια τοὺς διδασκάλους δεδιότα Luc.Philopatr.6, cf. DMeretr.9.5, Eust.565.46, 656.53.

German (Pape)

[Seite 463] τό, dim. von βρέφος, Luc. Fugit. 19 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
tout petit enfant.
Étymologie: βρέφος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βρεφύλλιον -ου, τό βρέφος demin., baby’tje.

Russian (Dvoretsky)

βρεφύλλιον: τό ребеночек Luc.

Greek (Liddell-Scott)

βρεφύλλιον: ὑποκορ. τοῦ βρέφος, Λουκ. Δραπ. 19, Δ. Ἑταιρ. 9, κτλ.

Greek Monolingual

βρεφύλλιον, το (AM) βρέφος
βρέφος, μωρουδάκι.

Greek Monotonic

βρεφύλλιον: τό, υποκορ. της λ. βρέφος, σε Λουκ.