βρεφύλλιον
From LSJ
Κατὰ τὴν ἰδίαν φρόνησιν οὐδεὶς εὐτυχεῖ → Suo arbitratu nullus est felix satis → Kein Mensch nach seinem eignen Denken glücklich ist
English (LSJ)
τό, Dim. of βρέφος, Luc.Fug.19, Eust. 565.50.
Spanish (DGE)
-ου, τό
dim. de βρέφος niño pequeño, criatura τὰ βρεφύλλια τὰ νεογνά Luc.Fug.19, ὥσπερ τὰ βρεφύλλια τοὺς διδασκάλους δεδιότα Luc.Philopatr.6, cf. DMeretr.9.5, Eust.565.46, 656.53.
German (Pape)
[Seite 463] τό, dim. von βρέφος, Luc. Fugit. 19 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
tout petit enfant.
Étymologie: βρέφος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βρεφύλλιον -ου, τό βρέφος demin., baby’tje.
Russian (Dvoretsky)
βρεφύλλιον: τό ребеночек Luc.
Greek (Liddell-Scott)
βρεφύλλιον: ὑποκορ. τοῦ βρέφος, Λουκ. Δραπ. 19, Δ. Ἑταιρ. 9, κτλ.
Greek Monolingual
βρεφύλλιον, το (AM) βρέφος
βρέφος, μωρουδάκι.
Greek Monotonic
βρεφύλλιον: τό, υποκορ. της λ. βρέφος, σε Λουκ.