βρομούσα

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

Greek Monolingual

η
1. ακάθαρτη γυναίκα
2. γυναίκα ανήθικη
3. ονομασία διαφόρων φυτών με άσχημη μυρωδιά
4. ονομασία διαφόρων εντόμων της τάξης των ημιπτέρων
5. χλωριούχος άσβεστος που χρησιμοποιείται στο πλύσιμο των ρούχων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρομώ (Ι) + (παραγ. κατάλ.) -ουσα].