Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βωλοστροφώ

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

βωλοστροφῶ (-έω) (Μ)
αναποδογυρίζω τους βώλους από το όργωμα, οργώνω για δεύτερη φορά, διβολίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + -στροφώ < -στρόφος < στρέφω.