βωλοστροφώ

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

βωλοστροφῶ (-έω) (Μ)
αναποδογυρίζω τους βώλους από το όργωμα, οργώνω για δεύτερη φορά, διβολίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βώλος + -στροφώ < -στρόφος < στρέφω.