γαιοφάγος
From LSJ
κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος → it is better to be envied than pitied | to be envied is a nobler fate than to be pitied (Pindar, Pythian 1.85)
English (LSJ)
[ᾰ], ον, = γαιηφάγος, Nic.Th.784.
Spanish (DGE)
v. γαιηφάγος.
German (Pape)
[Seite 470] = γαιηφάγος, Nic. Th. 784.
Greek (Liddell-Scott)
γαιοφάγος: [ᾰ], -ον, = γαιηφάγος, Νίκ. Θ. 784.
Greek Monolingual
γαιοφάγος, -ον (AM) (Α και γαιηφάγος, -ον)
(συνήθως για σκουλήκια) αυτός που τρέφεται με χώμα.