γαλάντης
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
Greek Monolingual
και γαλάντες και γκαλάντης, ο
1. κομψός, ευγενικός στη συμπεριφορά
2. γαλαντόμος, γενναιόδωρος
3. αγαπητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. galante «γενναιόδωρος» (πρβλ. γαλλ. galant «φιλόφρων, ιπποτικός»)].