γαλάντης
From LSJ
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
Greek Monolingual
και γαλάντες και γκαλάντης, ο
1. κομψός, ευγενικός στη συμπεριφορά
2. γαλαντόμος, γενναιόδωρος
3. αγαπητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. galante «γενναιόδωρος» (πρβλ. γαλλ. galant «φιλόφρων, ιπποτικός»)].