γαλατομπούρεκο

From LSJ

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source

Greek Monolingual

και γαλατομπούρικο και γαλακτομπούρεκο, το
γλυκό του φούρνου με κρέμα από σιμιγδάλι, αβγά, βούτυρο και ζάχαρη τοποθετημένη μέσα σε φύλλα από ζυμάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα (-τος και -κτος) + μπουρέκι].