γαμβρεύω
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
form connections by marriage, πρός τινας LXX De.7.3; τισί 2 Es.9.14:—Med., marry, v.l. ib. Ge.38.8:—Pass., to be connected by marriage, τινί J.AJ14.12.1.
Spanish (DGE)
1 entrar en parentesco por matrimonio μὴ γαμβρεύσητε πρὸς αὐτούς LXX De.7.2, en v. med. mismo sent., c. dat. ἐγεγάμβρευτο δὲ ἤδη καθ' ὁμολογίαν τῷ Ὑρκανοῦ γένει I.AI 14.300.
2 tr., en v. med. casarse con la cuñada γάμβρευσαι αὐτήν LXX Ge.38.8.
German (Pape)
[Seite 472] verschwägern, LXX.; pass., Ios.
Greek (Liddell-Scott)
γαμβρεύω: συνάπτω συγγένειαν διὰ γάμου, πρός τινας Ἑβδ. (Δευτ. 7. 3)· ― παθ., συγγενεύω πρός τινα διὰ γάμου, τινὶ Ἰώσηπ. Α. Ι. 14. 12,1.
Greek Monolingual
γαμβρεύω (Α) γαμβρός
1. συγγενεύω με γάμο
2. (για άντρα) γαμβρεύομαι
παντρεύομαι.