γαργαλής
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
γαργαλές, prob. f.l. for δυσγαργής, Ael.NA16.9.
Greek (Liddell-Scott)
γαργαλής: -ές, =δυσγάργαλις, δυσήνιος, γαργαλεῖς καὶ δύσλοφοι ἵπποι Αἰλ. Ζ. Ἰ. 16, 9.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
chatouilleux.
Étymologie: DELG onomatopée.