γιγγλυμωτός
English (LSJ)
γιγγλυμωτόν,
A hinged, σανίδες Ph.Bel.91.29, Apollod.Poliorc.189.9.
II γιγγλυμωτὸν φίλημα = γίγγλυμος 5, Telecl.13.
Spanish (DGE)
-όν
1 unido por medio de goznes σανίδες en máquinas de guerra, Ph.Mech.91.29, προτείχισμα ξύλινον Apollod.Poliorc.189.9.
2 subst. τὸ γιγγλυμωτόν n. de un tipo de beso Phot.γ 115, s.u. μανδαλωτόν.
Greek (Liddell-Scott)
γιγγλῠμωτός: -όν, συνδεδεμένος διὰ γιγγλύμου, Μαθ. Ἀρχ. 91.
Greek Monolingual
γιγγλυμωτός, -ή, -όν (Α) γίγγλυμος
1. συναρμοσμένος με γίγγλυμον
2. φρ. «γιγγλυμωτόν φίλημα» — ρουφηχτό, περιπαθές φιλί.
German (Pape)
vergliedert, Mathem.