γλαυκίζω
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
English (LSJ)
A to be bluish-grey, of marble, Str.5.2.5; χρῶμα -ίζον Sch.Arat.367, cf. PLeid.X.100,al.
II = ἀμβλυωπέω, Hsch.
Spanish (DGE)
1 tener un tono azulado las vetas de un tipo de mármol, Str.5.2.5, λίθος βηρύλλιον Epiph.Const.Gemm.M.43.301A, los destellos de una estrella, Sch.Arat.367.
2 alquim. teñir de color gris azulado, PLeid.X.99.
3 ver borroso Hsch., EM 234.16G.
Greek (Liddell-Scott)
γλαυκίζω: μέλλ. -ίσω, ἔχω χρῶμα γλαυκόν, κυανόφαιον, Στράβων 222.
Greek Monolingual
γλαυκίζω (Α)
έχω γλαυκό, χρώμα («μέταλλα δὲ λίθου λευκοῦ τε καὶ ποικίλου γλαυκίζοντος», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός. Στη γλώσσα του Ησυχίου «γλαυκίζω
αμβλυωπώ» «έχω ασθενή, αδύναμη όραση», επειδή ίσως τα γαλάζια μάτια είναι λιγότερο ζωηρά].