γλαύκινος
αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)
English (LSJ)
η, γλαύκινον,
A bluish-grey, ἱμάτιον Plu.2.821e, cf. 565c.
II γλαύκινον ἔλαιον = celandine oil, oil flavoured with γλαύκιον, Edict.Diocl.32.67.
Spanish (DGE)
(γλαύκῐνος) -η, -ον
1 de color gris azulado ἱμάτιον Plu.2.821e, Hsch.s.u. βαρακίς, περίβλημα Poll.4.118
•neutr. sg. subst. τὸ γλαύκινον = el color gris azulado Plu.2.565c, plu. γλαύκινα = túnicas de color gris azulado, PLaur.82.6 (III d.C.), llevadas por gente caída en desgracia, esp. fugitivos, Poll.4.117.
2 bot. ἔλαιον γλαύκινον = esencia de celidonia, DP 36.100, lat. glaucina (sc. unguenta) Mart.9.26.2, Dig.34.2.21.1, cf. γλαύκιον.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
d'un gris bleuâtre.
Étymologie: γλαυκός.
German (Pape)
bläulich, Plut. ger. reip. praec. 28.
Russian (Dvoretsky)
γλαύκινος: синеватый или голубоватый (ἱμάτιον Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
γλαύκῑνος: -η, -ον, ἔχων χρῶμα κυανόφαιον, Πλούτ. 2. 821Ε.
Greek Monolingual
γλαύκινος, -η, -ον (Α) γλαυκός
αυτός που έχει γλαυκό χρώμα.
ο
ορυκτό θειικό άλας στροντίου.