γλευκαγωγός
From LSJ
English (LSJ)
γλευκαγωγόν, for carrying new wine, βύρσα Pherecr.16.
Spanish (DGE)
(γλευκᾰγωγός) -όν que sirve para transportar mosto βύρσα Pherecr.17.
Greek Monolingual
ο (Α γλευκαγωγός, -όν)
κατάλληλος για μεταφορά γλεύκους.