Ὠς χαρίεν ἔστʹ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾗ → What a fine thing a human is, when truly human!
οδάσκαλος γλωσσικών μαθημάτων ή ξένων γλωσσών.[ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + διδάσκαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1830 στον Κωνστ. Οικονόμο].