γνωσιμαχία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, obstinate contention, Ph.1.693 (pl.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
discusión porfiada ἐριστικαὶ γνωσιμαχίαι prolijas controversias Ph.1.693.
German (Pape)
[Seite 499] ἡ, das Streiten über verschiedene Meinung, Philo.
Greek Monolingual
η (AM γνωσιμαχία)
το ν' αγωνίζεται κανείς εναντίον της επιστημονικής γνώσεως
αρχ.
η μαχητική, αποφασιστική υποστήριξη μιας απόψεως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γνώσις + -μαχία < -μαχος < μάχομαι.