French (Bailly abrégé)
γνῷς, etc.
sbj. ao.2 de γιγνώσκω.
Greek Monotonic
γνῶ: Επικ. αντί ἔγνω, γʹ ενικ. αορ. βʹ του γιγνώσκω· αλλά, γνῷ, γʹ ενικ. υποτ.
Russian (Dvoretsky)
γνῶ: aor. 2 conjct. к γιγνώσκω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γνῶ conj. aor. act. van γιγνώσκω.