γνῶ

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source

French (Bailly abrégé)

γνῷς, etc.
sbj. ao.2 de γιγνώσκω.

Greek Monotonic

γνῶ: Επικ. αντί ἔγνω, γʹ ενικ. αορ. βʹ του γιγνώσκω· αλλά, γνῷ, γʹ ενικ. υποτ.

Russian (Dvoretsky)

γνῶ: aor. 2 conjct. к γιγνώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γνῶ conj. aor. act. van γιγνώσκω.