γνῶ

From LSJ

μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)

Source

French (Bailly abrégé)

γνῷς, etc.
sbj. ao.2 de γιγνώσκω.

Greek Monotonic

γνῶ: Επικ. αντί ἔγνω, γʹ ενικ. αορ. βʹ του γιγνώσκω· αλλά, γνῷ, γʹ ενικ. υποτ.

Russian (Dvoretsky)

γνῶ: aor. 2 conjct. к γιγνώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γνῶ conj. aor. act. van γιγνώσκω.