γραόμορφος
Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω -> Give me a place to stand on, and I will move the Earth.
ArchimedesGreek Monolingual
ο
αυτός που μοιάζει με γριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γραυς (γραός) + -μορφος < μορφή (πρβλ. άμορφος, γυναικόμορφος, δύσμορφος). Η λ. γραόμορφος μαρτυρείται από το 1880 στον Φλοξ (ψευδώνυμο του Ιωάννη Καμπούρογλου)].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο