γυιόχαλκος
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
γυιόχαλκον, of brasen limb, Dosiad.Ara6.
Spanish (DGE)
-ον
de miembros de bronce οὖρος ref. al gigante Talo, Dosiad.6.
German (Pape)
[Seite 508] οὖρος, mit ehernen Gliedern, Anth. XV, 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux membres d'airain, càd vigoureux.
Étymologie: γυῖον, χαλκός.
Russian (Dvoretsky)
γυιόχαλκος: с медными членами, т. е. могучий (οὖρος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
γυιόχαλκος: -ον, ὁ ἔχων μέλη ἐκ χαλκοῦ, Ἀνθ. Π. 15. 26.
Greek Monolingual
γυιόχαλκος, -ον (Α)
αυτός που έχει χάλκινα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυία + χαλκός.
Greek Monotonic
γυιόχαλκος: -ον, αυτός που έχει χάλκινα μέλη, σε Ανθ.
Middle Liddell
of brasen limb, Anth.