γυναίκισις

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναίκισις Medium diacritics: γυναίκισις Low diacritics: γυναίκισις Capitals: ΓΥΝΑΙΚΙΣΙΣ
Transliteration A: gynaíkisis Transliteration B: gynaikisis Transliteration C: gynaikisis Beta Code: gunai/kisis

English (LSJ)

-εως, ἡ, womanish behaviour, Ar.Th.863, Lib.Or.64.74.

Spanish (DGE)

(γῠναίκῐσις) -εως, ἡ
hecho de travestirse, αὖθις αὖ γίγνει γυνή, πρὶν τῆς ἑτέρας δοῦναι γυναικίσεως δίκην; ¿ahora vuelves a hacer de mujer, antes de haber pagado la pena por tu anterior travestismo? Ar.Th.863, ref. al comportamiento μεστοὶ γυναικίσεως οἱ παρόντες Lib.Or.64.74, cf. Zonar.

German (Pape)

[Seite 510] ἡ, das sich zum Weibe machen, Nachahmung des Weibes, Ar. Th. 863.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυναίκισις -εως, ἡ [γυναικίζω] vrouwelijk gedrag.

Russian (Dvoretsky)

γῠναίκῐσις: εως ἡ подражание женщинам Arph.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναίκισις: -εως, ἡ γυναικώδης τρόπος, συμπεριφορά, Ἀριστοφ. Θεσμ. 863.

Greek Monolingual

γυναίκισις, η (Α) γυναικίζω
θηλυπρεπής συμπεριφορά.