γυναικόθυμος

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναικόθῡμος Medium diacritics: γυναικόθυμος Low diacritics: γυναικόθυμος Capitals: ΓΥΝΑΙΚΟΘΥΜΟΣ
Transliteration A: gynaikóthymos Transliteration B: gynaikothymos Transliteration C: gynaikothymos Beta Code: gunaiko/qumos

English (LSJ)

γυναικόθυμον, of womanish mind, Ptol.Tetr.162. Adv. γυναικοθύμως Plb.2.8.12; χειρίζειν τι, of a man, Id.32.15.9.

Spanish (DGE)

-ον
1 que tiene mentalidad femenina θηλυψύχους ... γυναικοθύμους Ptol.Tetr.3.14.25.
2 adv. γυναικοθύμως = con mentalidad femenina ἡ δὲ γ. καὶ ἀλογίστως δεξαμένη τὴν παρρησίαν Plb.2.8.12, γ. χειρίσας καὶ τὰ πρὸς θεοὺς καὶ τὰ πρὸς ἀνθρώπους Plb.32.15.9.

German (Pape)

[Seite 510] von weibischem Muth u. Sinn, Sp. – Adv., Pol. 2, 8, 12. 32, 25.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναικόθῡμος: -ον, ὁ γυναικεῖον ἔχων νοῦν ἢ διάθεσιν καὶ φρόνημα, Πτολ. Τετρ. 162.-Ἐπίρρ.–μως Πολύβ. 2.8,12, κτλ.

Greek Monolingual

γυναικόθυμος, -ον (AM)
αυτός που έχει γυναικείο φρόνημα ή διάθεση.