γυναικόμαστος

From LSJ

ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυναικόμαστος Medium diacritics: γυναικόμαστος Low diacritics: γυναικόμαστος Capitals: ΓΥΝΑΙΚΟΜΑΣΤΟΣ
Transliteration A: gynaikómastos Transliteration B: gynaikomastos Transliteration C: gynaikomastos Beta Code: gunaiko/mastos

English (LSJ)

v. γυναικόμασθος.

Greek Monolingual

ο (Α γυναικόμασθος)
άντρας που πάσχει από γυναικομαστία.