γυναικόμαστος
From LSJ
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
v. γυναικόμασθος.
Greek Monolingual
ο (Α γυναικόμασθος)
άντρας που πάσχει από γυναικομαστία.