δάφνα

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

French (Bailly abrégé)

dor. c. δάφνη.

English (Slater)

δάφνα bay δᾰφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες sc. the Hyperboreans (P. 10.40) ὅρπακἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα (cf. titulum a Snell e Proclo et Pausania suppletum: <Θηβαίοις δαφνηφορικὸν εἰς Ἰσμήνιον>) Παρθ. 2. . τὶν γὰρ εὔφρων ἕψεται πρώτα θυγάτηρ ὁδοῦ δάφνας εὐπετάλου σχεδὸν βαίνοισα πεδίλοις (δάφνας with σχεδὸν edd. vulg., walking in her sandals near the bay, i. e. the bay decorated κωπώ: with πεδίλοις Wil.) Παρθ. 2. 69.

Russian (Dvoretsky)

δάφνα: дор. = δάφνη.