δίπολος
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
[ῐ], ον, (πολέω)
A twice-ploughed, Procl.ad Hes.Op.460.
II = διπλόος, A.Fr.209 (dub.).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 doble A.Fr.209.
2 arado dos veces τὴν (γῆν) ... δὶς ἠροσμένην δίπολον ... καλοῦσι Procl.ad Hes.Op.460, cf. Poll.1.222.
German (Pape)
[Seite 641] zweimal gewendet, gepflügt, Poll. 1, 122. Bei Aesch. frg. 191 = διπλόος.
Greek (Liddell-Scott)
δίπολος: -ον, (πολέω) ὁ δὶς ἠροτριαμένος, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 462 (460 Gaisf.). ΙΙ. = διπλόος Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 207.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δίπολος, -ον)
νεοελλ.
1. διπολικός
2. φρ. «δίπολη κεραία» — κεραία με δύο ίσους αγωγούς
3. το ουδ. ως ουσ. το δίπολο
α) σύστημα από δύο μαγνητικούς πόλους με ίσες αλλά ετερώνυμες ποσότητες μαγνητισμού
β) σύστημα από δύο σημειακά ηλεκτρικά φορτία
γ) σύστημα ηλεκτρικού κυκλώματος με δύο ακροδέκτες
αρχ.
1. ο καλλιεργημένος δύο φορές
2. διπλός.