δαμαλήβοτος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
δαμαλήβοτον, browsed by heifers, APl.4.230 (Leon.).
Spanish (DGE)
(δᾰμᾰλήβοτος) -ον
que tiene pastos para las terneras ὑπὲρ δαμαλήβοτον ἄκρην AP 16.230 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 520] ἄκρη, von jungen Rindern beweidet, Leon. Tar. 39 (Plan. 230).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où paissent les génisses.
Étymologie: δαμάλη, βόσκω.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰμᾰλήβοτος: -ον, ὁ ὑπὸ δαμάλεων βοσκόμενος, Ἀνθ. Πλαν. 230.
Greek Monotonic
δᾰμᾰλήβοτος: -ον (βόσκω), αυτός που βόσκεται από δαμάλια, μοσχάρια, σε Ανθ.
Middle Liddell
βόσκω
browsed by heifers, Anth.