δαυκίτης
From LSJ
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
English (LSJ)
οἶνος, wine flavoured with δαῦκος Κρητικός, Dsc.5.60.
Spanish (DGE)
-ου aromatizado con dauco de Creta οἶνος Dsc.5.60.
Greek (Liddell-Scott)
δαυκίτης: οἶνος, κατεσκευασμένος ἐκ δαύκων, Διοσκ. 5, 70.
Greek Monolingual
δαυκίτης, ο (Α) δαύκος
φρ. «δαυκίτης οἶνος» — κρασί αρωματισμένο με καρότο.