δειλογνωμώ

From LSJ

ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source

Greek Monolingual

δειλογνωμῶ (-έω) (Μ)
δειλιάζω, διστάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δειλο- (βλ. δειλός) + γνώμη].