δειλογνωμώ

From LSJ

τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due

Source

Greek Monolingual

δειλογνωμῶ (-έω) (Μ)
δειλιάζω, διστάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δειλο- (βλ. δειλός) + γνώμη].