ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world
δειλογνωμῶ (-έω) (Μ)δειλιάζω, διστάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < δειλο- (βλ. δειλός) + γνώμη].