Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δειροτομώ

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10

Greek Monolingual

δειροτομῶ (-έω) (AM)
κόβω τον λαιμό, αποκεφαλίζω, καρατομώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επικό ρ. δειροτομώ προήλθε πιθ. από αμάρτ. δειροτόμος (< δειρή + -τομος (< τέμνω) και απαντά μόνο στον μέλλοντα και στον αόριστο].