δεκάποδος

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δεκάπους, -ουν)
αυτός που έχει μήκος δέκα ποδών
νεοελλ.
1. (για ζώα) αυτός που έχει δέκα πόδια
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δεκάποδα
α) καρκινοειδή μαλακόστρακα με πέντε ζεύγη βαδιστικών ποδιών (γαρίδες, καβούρια κ.λπ.)
β) μαλάκια κεφαλόποδα με δέκα ευκίνητα, μυζητικά πλοκάμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -πους < πους, ποδός].