δεκάποδος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δεκάπους, -ουν)
αυτός που έχει μήκος δέκα ποδών
νεοελλ.
1. (για ζώα) αυτός που έχει δέκα πόδια
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δεκάποδα
α) καρκινοειδή μαλακόστρακα με πέντε ζεύγη βαδιστικών ποδιών (γαρίδες, καβούρια κ.λπ.)
β) μαλάκια κεφαλόποδα με δέκα ευκίνητα, μυζητικά πλοκάμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -πους < πους, ποδός].