δεκάπρωτοι
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
οἱ, = Lat.
A decemprimi the chief municipal authorities of a city, γνώμη στρατηγῶν καὶ δεκαπρώτων IG12(7).395.4 (Amorgos), etc.: sg., ib.239.12, Rev.Phil.37.311 (Thyatira), POxy. 1204.4 (iii A.D.): fem. δεκαπρώτη, ἡ, PFlor.76.11 (iii A.D.).
II = Lat. decemviri, Lyd.Mag.1.34tit.
German (Pape)
[Seite 542] οἱ, die zehn ersten Ratsherren, Inscr. 2264.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάπρωτοι: οἱ, Λατ. decemprimi, οἱ ἀνώτατοι δημοτικοὶ ἄρχοντες πόλεώς τινος, B öckh Συλλ. Ἐπιγρ. 2. σ. 217. - Ἐντεῦθεν ῥῆμα -πρωτέω, εἶμαι εἷς ἐξ ἀυτῶν, Βυζ.
Greek Monolingual
δεκάπρωτοι, οι (Α)
1. (λατ. decemprimi) οι ανώτατοι δημοτικοί άρχοντες μιας πόλης
2. (λατ. decemviri) οι δέκανδροι, οι δέκα άρχοντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ.decemprimi «οι δέκα πρώτοι»].