δεκατόσπορος
From LSJ
English (LSJ)
δεκατόσπορον, in the tenth generation, Epigr. ap. Str.10.3.2.
Spanish (DGE)
(δεκᾰτόσπορος) -ον
perteneciente a la décima generación γενεᾶς δ. ... Ὄξυλος epigr. en Str.10.3.2.
German (Pape)
[Seite 543] in der zehnten Saat, im zehnten Geschlecht, υἱός Ep. ad. 210 (App. 108).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la dixième génération.
Étymologie: δέκατος, σπείρω.
Russian (Dvoretsky)
δεκᾰτόσπορος: в десятом поколении (υἱός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
δεκατόσπορος: -ον, ὁ εἰς τὴν δεκάτην γενεὰν ἀνήκων, υἱὸς Ἀνθ. Π. παράρτ. 108.
Greek Monolingual
δεκατόσπορος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει στη δέκατη γενιά, ο δέκατος απόγονος.
Greek Monotonic
δεκατόσπορος: -ον, αυτός που ανήκει στη δέκατη γενιά, δέκατος απόγονος στη δέκατη γενιά, σε Ανθ.
Middle Liddell
in the tenth generation, Anth.