δεσποτίσκος
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
ὁ, Dim. of δεσπότης, E.Cyc.267.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ dim. de δεσπότης amito E.Cyc.267.
German (Pape)
[Seite 552] ὁ, schmeichelndes dim. von δεσπότης, Eur. Cycl. 267.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεσποτίσκος -ου, ὁ, demin. van δεσπότης, meestertje.
Russian (Dvoretsky)
δεσποτίσκος: ὁ ласк. (в обращении) милый хозяин, повелитель мой Eur.
Greek Monolingual
ο (AM δεσποτίσκος)
ο μικρός δεσπότης, ο μικρός κύριος
νεοελλ.
με μειωτική σημασία, προκειμένου για κληρικούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του δεσπότης].
Greek Monotonic
δεσποτίσκος: ὁ, υποκορ. του δεσπότης, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
δεσποτίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ δεσπότης, Εὐρ. Κύκλ. 267.
Middle Liddell
[Dim. of δεσπότης, Eur.]