δεσποτίσκος

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεσποτίσκος Medium diacritics: δεσποτίσκος Low diacritics: δεσποτίσκος Capitals: ΔΕΣΠΟΤΙΣΚΟΣ
Transliteration A: despotískos Transliteration B: despotiskos Transliteration C: despotiskos Beta Code: despoti/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of δεσπότης, E.Cyc.267.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ dim. de δεσπότης amito E.Cyc.267.

German (Pape)

[Seite 552] ὁ, schmeichelndes dim. von δεσπότης, Eur. Cycl. 267.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεσποτίσκος -ου, ὁ, demin. van δεσπότης, meestertje.

Russian (Dvoretsky)

δεσποτίσκος: ὁ ласк. (в обращении) милый хозяин, повелитель мой Eur.

Greek Monolingual

ο (AM δεσποτίσκος)
ο μικρός δεσπότης, ο μικρός κύριος
νεοελλ.
με μειωτική σημασία, προκειμένου για κληρικούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του δεσπότης].

Greek Monotonic

δεσποτίσκος: ὁ, υποκορ. του δεσπότης, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

δεσποτίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ δεσπότης, Εὐρ. Κύκλ. 267.

Middle Liddell

[Dim. of δεσπότης, Eur.]