δεφιδασταί
From LSJ
σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity
English (LSJ)
οἱ, guild of fullers, IG4.608 (Argos).
Spanish (DGE)
-ῶν, οἱ
gremio argivo de lavanderos o bataneros, IG 4.608 (Argos).
Greek Monolingual
δεφιδασταί, οι (Α)
σωματείο τών κατεργαζομένων μάλλινα υφάσματα ή το μαλλί τών ζώων.