διάρρους

From LSJ

Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht

Menander, Monostichoi, 642
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάρρους Medium diacritics: διάρρους Low diacritics: διάρρους Capitals: ΔΙΑΡΡΟΥΣ
Transliteration A: diárrous Transliteration B: diarrous Transliteration C: diarrous Beta Code: dia/rrous

English (LSJ)

-ου, ὁ, passage, channel, D.S.13.47, Str.4.1.2, Sch.Il. Oxy.221i17.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 salida, desagüe διαλείπων διάρρουν πλάτος ποδός IG 7.4255.21 (Oropo IV a.C.).
2 canalillo o conducción de agua, canalización τοὺς διάρρους τοὺς ἐν τῷ θεάτρῳ IG 11(2).204.56, cf. 175A.a.8 (ambas Delos III a.C.), ξυλίνας τοῖς διάρροις ἀπέστησαν γεφύρας D.S.13.47, διάρρους ἔχουσαι πλωτούς Str.4.1.2, cf. Sch.Er.Il.21.1 (p.80).

Greek (Liddell-Scott)

διάρρους: -ου, ὁ, δίοδος, διῶρυξ, πορθμός, Διόδ. 13. 47, Στράβων 177.

Greek Monolingual

διάρρους (-ου), ο (Α)
δίοδος, διώρυγα, πορθμός.

German (Pape)

ὁ, Durchfluß, Strab. IV.1.2; DS. 13.47.