διάρρους
From LSJ
Ἀκμὴ τὸ σύνολον οὐδὲν ἄνθους διαφέρει → Nil flore differt vegetus aetatis vigor → Des Lebens Blüte ist ganz wie der Blume Pracht
English (LSJ)
-ου, ὁ, passage, channel, D.S.13.47, Str.4.1.2, Sch.Il. Oxy.221i17.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 salida, desagüe διαλείπων διάρρουν πλάτος ποδός IG 7.4255.21 (Oropo IV a.C.).
2 canalillo o conducción de agua, canalización τοὺς διάρρους τοὺς ἐν τῷ θεάτρῳ IG 11(2).204.56, cf. 175A.a.8 (ambas Delos III a.C.), ξυλίνας τοῖς διάρροις ἀπέστησαν γεφύρας D.S.13.47, διάρρους ἔχουσαι πλωτούς Str.4.1.2, cf. Sch.Er.Il.21.1 (p.80).
Greek (Liddell-Scott)
διάρρους: -ου, ὁ, δίοδος, διῶρυξ, πορθμός, Διόδ. 13. 47, Στράβων 177.
Greek Monolingual
διάρρους (-ου), ο (Α)
δίοδος, διώρυγα, πορθμός.
German (Pape)
ὁ, Durchfluß, Strab. IV.1.2; DS. 13.47.