Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
η (AM διάσεισις, -εως)
1. κραδασμός, τράνταγμα, κλονισμός
2. διακίνηση οργάνων του σώματος με συνέπεια τη μείωση της αποδοτικότητας του («διάσειση του εγκεφάλου», «διάσειση του αμφιβληστροειδή»).