διαγκυλέομαι
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
German (Pape)
[Seite 574] = folgdm; τόξον, Hdn. 1, 14; Luc. Iup. conf. 15 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
pf. Pass. part. διηγκυλημένος;
c. διαγκυλίζομαι.
Spanish (DGE)
tener el codo en alto para disparar un arma, de donde blandir κεραυνόν de Zeus, Luc.IConf.15
•en perf. estar tensado o dispuesto τόξον διηγκυλημένον Hdn.1.14.9.
Russian (Dvoretsky)
διαγκῠλέομαι: Luc. = διαγκυλίζομαι.