διαγκωνίζομαι

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαγκωνίζομαι Medium diacritics: διαγκωνίζομαι Low diacritics: διαγκωνίζομαι Capitals: ΔΙΑΓΚΩΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: diankōnízomai Transliteration B: diankōnizomai Transliteration C: diagkonizomai Beta Code: diagkwni/zomai

English (LSJ)

A lean on one's elbow, Dam.Isid.134.
II διηγκωνισμένος σφυγμός, term coined by Archig., Gal.8.651.

Spanish (DGE)

apoyarse en el codo διαγκωνισάμενος ἐπὶ τοῦ σκίμποδος ἔφη Dam.Isid.134
medic. διηγκωνισμένος (σφυγμός) un tipo de pulso acodado término acuñado por Arquígenes, Archig. en Gal.8.651, 662.

German (Pape)

[Seite 574] sich auf den Ellnbogen stützen, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

διαγκωνίζομαι: ἀποθ., στηρίζομαι εἰς τὸν ἀγκῶνα, Δαμάσκ. (Σουΐδ.)

Greek Monolingual

διαγκωνίζομαι)
νεοελλ.
1. προσπαθώ σπρώχνοντας με τους αγκώνες να ανοίξω δρόμο για να περάσω
2. συνωστίζομαι, συνωθούμαι
αρχ.
στηρίζομαι στον αγκώνα.