διαθιγή
English (LSJ)
ἡ, (διαθιγγάνω) mutual contact, Leucipp. and Democr. ap. Arist.Metaph.985b15, al.; v.l. διαθηγή, perhaps = διάθεσις (cf. θήγη· θήκη, θέσις, τάξις, Hsch.).
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
fil. contacto mutuo de los átomos, organización como sinón. de τάξις: διαφέρειν γάρ φασι τὸ ὂν ῥυσμῷ καὶ διαθιγῇ καὶ τροπῇ μόνον· τούτων ... ἐστιν, ἡ δὲ δ. τάξις Arist.Metaph.985b16 (= Leucipp.A 6), cf. 1042b14, Simp.in Ph.28.18 (= Democr.A 38), ὁρῶμεν δὲ τὸ αὐτὸ σῶμα συνεχὲς ὂν ... οὐ ... τοῦτο παθὸν οὐδὲ τροπῇ καὶ διαθιγῇ Arist.GC 327a19 (= Democr.A 38), cf. Arist.GC 315b35, ὠνόμαζε ... διαθιγὴν δὲ τὴν τάξιν τῷ τὰς μὲν εἶναι πρώτας Democr.Fr.O.
German (Pape)
[Seite 578] ἡ. Berührung, Arist. gen. et int. 1, 2; vgl. Democr. 2 p. 22 Mull.
Greek (Liddell-Scott)
διαθιγή: ἡ, ὅρος ἐν χρήσει παρὰ Δημοκρ. ἀντὶ τάξις, διάταξις, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 4, 11., 7. 2, 2, Γεν. καὶ Φθορ. 1. 2, 9., 1. 9, 4 (κατὰ τὸ πλεῖστον μετὰ διαφόρ. γραφ. διαθηγῇ ὡς παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ῥυσμός)· οὕτω παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 137, διαθήκην εἶνε ἐσφαλμένον ἀντὶ διαθιγήν.
Russian (Dvoretsky)
διαθῐγή: ἡ досл. соприкосновение (частей), перен. строение, устройство (ἡ δ. τάξις ἐστίν Arst.).