διαιτάρχης
From LSJ
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
English (LSJ)
διαιτάρχου, ὁ, = διαιτάριος (diaetarius, house-steward), Dig. l.c., Glossaria' ship's steward, Dig. 4.9.1.3.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): lat. diaetarchus, CIL 6.8644; diaetarcha, CIL 6.8666; dietarcha, CIL 6.8818 (todas Roma)
camarero, servidor encargado de los aposentos o del comedor, CIL ll.cc., Gloss.2.22
•camarero de un barco, Dig.4.9.1.3
•sent. desc., n. de un funcionario BGU 1761.5 (I a.C.).
Greek Monolingual
διαιτάρχης, ο (Μ)
1. διαιτάριος
2. επιμελητής πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίαιτα + -αρχης)].