διαιτάριος

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐαιτάριος Medium diacritics: διαιτάριος Low diacritics: διαιτάριος Capitals: ΔΙΑΙΤΑΡΙΟΣ
Transliteration A: diaitários Transliteration B: diaitarios Transliteration C: diaitarios Beta Code: diaita/rios

English (LSJ)

ὁ, (δίαιτα 11.1) Lat. diaetarius, house-steward, Dig.33.7.12.42, Glossaria; title of a subordinate official, Lyd.Mag.3.21.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Grafía: graf. διητ- IKalchedon 98 (biz.), ζητ- SB 13953.9 (V d.C.)
lat. diaetarius, camarero, servidor, encargado de los aposentos o del comedor, Dig.33.7.12.42, Lyd.Mag.3.8, 21, Theod.Lect.Fr.52a (p.133), Epit.465, SB l.c. (pero quizá graf. por ζυτ-), IKalchedon l.c., Gloss.2.22.

Greek Monolingual

διαιτάριος, ο (Μ)
1. δικαστής μικροϋποθέσεων
2. επιμελητής, οικονόμος σπιτιού ή παλατιού
3. κατώτερος αξιωματούχος, κατώτερος υπάλληλος
4. γιατρός ή νοσοκόμος που καθορίζει και παρακολουθεί τη δίαιτα ασθενούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίαιτα + (επίθημα) -άριος (πρβλ. -αρης)].