διαλινάω
From LSJ
English (LSJ)
slip through a net, Phryn.PS p.64 B.:—Med., Eust.574.31.
Spanish (DGE)
escapar, deslizarse a través de una red Phryn.PS 64, en v. med. διελινήσατο ὁ λαγῳός Eust.574.31, cf. Hsch.δ 1599.
German (Pape)
[Seite 587] durchs Garn gehen, entwischen, B. A. 36.
Greek (Liddell-Scott)
διαλῐνάω: διολισθαίνω διὰ μέσου δικτύου, Α. Β. 36. ― Μέσ., Εὐστ. 574. 31.