διαλυπέω
From LSJ
Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt
English (LSJ)
grieve sorely, Plu.2.578c (Pass.).
Spanish (DGE)
apesadumbrar en v. pas. διαλελυπημένος afligido, acongojado Plu.2.578c.
German (Pape)
[Seite 588] sehr betrüben, Plut. gen. Socr. 6.
French (Bailly abrégé)
διαλυπῶ :
part. pf. Pass. διαλελυπημένος;
affliger profondément.
Étymologie: διά, λυπέω.
Greek (Liddell-Scott)
διαλῡπέω: προξενῶ μεγάλην, βαθεῖαν λύπην, διαλελυπημένος Πλούτ. Ἠθ. 578C.
Russian (Dvoretsky)
διαλῡπέω: сильно огорчать: διαλελυπημένος (v.l. διαλυπησόμενος) Plut. сильно опечаленный.