διαυχένιος
From LSJ
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
English (LSJ)
διαυχένιον, running through the neck, μυελός Pl.Ti.74a.
Spanish (DGE)
-ον
que recorre el cuello δ. μυελός la médula cervical Pl.Ti.74a, cf. Gal.8.328.
German (Pape)
[Seite 609] durch den Hals gehend; μυελός Plat. Tim. 74 a.
Russian (Dvoretsky)
διαυχένιος: проходящий через шею (μυελός Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
διαυχένιος: -ον, ὁ διερχόμενος τὸν αὐχένα, μυελὸς Πλάτ. Τιμ, 73Ε.
Greek Monolingual
διαυχένιος, -ον (Α)
αυτός που διέρχεται από τον αυχένα («περὶ τὸν διαυχένιον... μυελόν», Πλάτ. Τίμ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαυχένιος -ον [διά, αὐχήν] door de hals lopend.