διαυχένιος

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαυχένιος Medium diacritics: διαυχένιος Low diacritics: διαυχένιος Capitals: ΔΙΑΥΧΕΝΙΟΣ
Transliteration A: diauchénios Transliteration B: diauchenios Transliteration C: diafchenios Beta Code: diauxe/nios

English (LSJ)

διαυχένιον, running through the neck, μυελός Pl.Ti.74a.

Spanish (DGE)

-ον
que recorre el cuello δ. μυελός la médula cervical Pl.Ti.74a, cf. Gal.8.328.

German (Pape)

[Seite 609] durch den Hals gehend; μυελός Plat. Tim. 74 a.

Russian (Dvoretsky)

διαυχένιος: проходящий через шею (μυελός Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

διαυχένιος: -ον, ὁ διερχόμενος τὸν αὐχένα, μυελὸς Πλάτ. Τιμ, 73Ε.

Greek Monolingual

διαυχένιος, -ον (Α)
αυτός που διέρχεται από τον αυχένα («περὶ τὸν διαυχένιον... μυελόν», Πλάτ. Τίμ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαυχένιος -ον [διά, αὐχήν] door de hals lopend.